Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2010

Η γεννητικότητα πέφτει, τα διαζύγια αυξάνονται στην Ελλάδα.

Δύσκολοι καιροί για οικογένεια

Η γεννητικότητα στην Ελλάδα παραμένει χαμηλότερη από αυτή που απαιτείται για να διατηρηθεί σταθερό το μέγεθος του πληθυσμού, δείχνουν τα δημογραφικά στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας. Το 2004 οι γεννήσεις ανά μητέρα ήταν 1,31, ενώ το όριο αντικατάστασης των γενεών είναι 2,1.
Ο συντελεστής ολικής γονιμότητας αυξήθηκε ελαφρώς σε σχέση με το 2003, όταν βρισκόταν στις 1,29 γεννήσεις ανά μητέρα. Γενικά, στη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας ο δείκτης εμφάνιζε σταθερή μείωση. Το 1981 καταγράφονταν κατά μέσον όρο 2,09 γεννήσεις ανά μητέρα, ενώ το 1993 μειώθηκαν στο 1,34.
Σύμφωνα με την ΕΣΥΕ, ο «ακαθάριστος δείκτης γαμηλιότητας» μειώθηκε το 2004 σε 4,6 γάμους ανά 1.000 κατοίκους, από 5,3 το 2002. Στην αρχή της δεκαετίας του 1980 καταγράφηκαν 7,3 γάμοι ανά 1.000 κατοίκους.
Παράλληλα ο ολικός δείκτης διαζυγίων παρουσιάζει αυξητικές τάσεις, οι οποίες οφείλονται κυρίως στην απλοποίηση της διαδικασίας με την καθιέρωση του συναινετικού διαζυγίου. Ετσι, το 1984 καταγραφόταν 8 διαζύγια ανά 100 γάμους, δέκα διαζύγια το 1994 και 21 το 2004.
Ο αριθμός των γεννήσεων εκτός γάμου παρουσιάζει αύξηση, φθάνοντας το 2004 στις 5.382 με αναλογία 50,9 επί 1.000 γεννήσεων.



Αυξάνεται το προσδόκιμο επιβίωσης

Η μέση ηλικία κατά το θάνατο, που το 1993 ήταν 71,6 χρόνια για τους άρρενες και 77,2 για τις γυναίκες, αυξήθηκε κατά περίπου δύο έτη φθάνοντας το 2004 τα 73,1 έτη για τους άνδρες και τα 79,1 έτη για τις γυναίκες.
Ο δείκτης βρεφικής θνησιμότητας εμφανίζει συνεχή βαθμιαία πτώση. Από τους 8,5 θανάτους επί 1.000 γεννήσεων ζώντων νεογνών το 1993, έφτασε το 2003 τους 4,0 θανάτους το 2003 και τους 4,1 το 2004.
Η προσδοκώμενη ζωή κατά τη γέννηση αυξήθηκε για τους άρρενες από 75,0 έτη το 1993 σε 76,6 το 2004 και για τις γυναίκες από 79,9 σε 81,5 έτη, μειώνοντας τη διαφορά των δύο φύλων στα 4,9 έτη.
Όσον αφορά στις αιτίες θανάτου, κατά την χρονική περίοδο 1993 - 2004, την πρώτη θέση κατέχουν τα καρδιακά νοσήματα και ακολουθούν κατά σειρά τα νεοπλάσματα, οι νόσοι των αγγείων του εγκεφάλου, οι νόσοι του αναπνευστικού συστήματος και τα ατυχήματα.
Οπως αναφέρει η ΕΣΥΕ, σύμφωνα με τις τελευταίες διαθέσιμες πληθυσμιακές προβολές, ο συνολικός πληθυσμός της Ελλάδος θα ανέρχεται το 2050 στα 10.778.997 άτομα (μέση εκδοχή), 11.040.650 άτομα. Η δομή, όμως, του πληθυσμού θα είναι διαφορετική από αυτή του 2000:
Η αναλογία των παιδιών ηλικίας 0 - 14 ετών θα μειωθεί από 15,3% το 2000 σε 12,1% το 2050, ενώ η αναλογία της ομάδας ηλικιών 65 ετών και άνω θα αυξηθεί από 16,6% το 2000 σε 31,5% το 2050. Το ποσοστό του οικονομικώς ενεργού πληθυσμού ηλικίας 15- 64 ετών θα μειωθεί κατά 11,7 ποσοστιαίες μονάδες και από 68,1% το 2000 θα γίνει 56,4% το 2050.

Πηγή in.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου